- αμμοδούρα
- η песчаное место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμμοδούρα — η και αμμουδέρα γη αμμουδερή και άγονη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα* με παραγωγική κατάλ. ούρα*. Το ο τού τύπου (αντί τού κανονικού *αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της,… … Dictionary of Greek
αμμούδα — η (Μ ἀμμούδα) αμμουδερός τόπος, αμμουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ουσ. *ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο. ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά] … Dictionary of Greek
αμμόγη — η αμμώδες έδαφος, αμμώδης αγρός, αμμοδούρα, αμμουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + γη] … Dictionary of Greek